Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἡ πρὸς ἄλληλα

См. также в других словарях:

  • ИОАНН ДАМАСКИН — Прп. Иоанн Дамаскин. Икона. Нач. XIV в. (скит св. Анны на Афоне) Прп. Иоанн Дамаскин. Икона. Нач. XIV в. (скит св. Анны на Афоне) [греч. ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκήνος, ὁ Χρυσορρόας, лат. Ioannes Damascenus] (2 я пол. VII в., Дамаск до 754 г.), прп. (пам …   Православная энциклопедия

  • συμπλοκή — η, ΝΜΑ [συμπλέκω] 1. σύγκρουση, σύρραξη μεταξύ αντίπαλων ένοπλων ομάδων (α. «τη νύχτα οι συμπλοκές γενικεύθηκαν» β. «τὸν μὲν Ἱέρωνά φησι μετὰ τὴν συμπλοκὴν οὕτως ἔξω γενέσθαι τοῡ φρονεῑν», Πολύβ.) 2. συνδυασμός, σύνδεση όρων μιας πρότασης, κυρίως …   Dictionary of Greek

  • συνάγω — ΝΜΑ, και συνάζω Ν, και παλ. αττ. ξυνάγω Α 1. (σχετικά με πρόσ. και ζώα) συναθροίζω, συγκεντρώνω (α. «σύναξα τους στρατιώτες μου για μάχη» β. «συναγαγόντες ἐς ἕνα χῶρον μυριάδα ἀνθρώπων», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με πράγμ.) συλλέγω, συσσωρεύω (α. «έχει… …   Dictionary of Greek

  • συννεύω — ΜΑ [νεύω] 1. μαζεύω προς τα κάτω τα φρύδια, συνοφρυώνομαι (α. «συννενεύκει ὁ λόγος αὐτῷ τὰς ὀφρῡς», Άνν. Κομν. β. «τὰς ὀφρῡς κάτω συννένευκας», Λουκ.) 2. κατευθύνομαι αμοιβαία προς το ίδιο σημείο, συγκλίνω («πάντων πρὸς ἄλληλα τῶν μερῶν… …   Dictionary of Greek

  • ειλικρίνεια — η (AM εἰλικρίνεια) η ιδιότητα τού ειλικρινούς, ευθύτητα, τιμιότητα αρχ. 1. καθαρότητα, διαύγεια («εἰλικρίνεια ἀέρος») 2. η καθαρότητα σε αντίθεση προς την ανάμιξη («κατὰ τὴν πρὸς ἄλληλα μῑξιν καὶ εἰλίκρινειαν αὐτῶν») …   Dictionary of Greek

  • κρούση — Συνάντηση δύο ή περισσότερων κινούμενων σωμάτων, η οποία επιτρέπει την ανταλλαγή ενέργειας μεταξύ τους. Ο όρος κ. –όπως χρησιμοποιείται στη φυσική– δεν προϋποθέτει απαραίτητα την επαφή των σωμάτων. Στην κλασική μηχανική, τα προβλήματα κ.… …   Dictionary of Greek

  • παραμαρμαίρω — Α λάμπω, ακτινοβολώ πλάι σε κάτι άλλο («πρὸς ἄλληλα παραμαρμαίροντα πρὸς ἀνταύγειαν ἡλιου», Ονήσανδρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μαρμαίρω «λάμπω, αστράπτω»] …   Dictionary of Greek

  • αλληλογραφία — Η ανταπόκριση που γίνεται με την ανταλλαγή επιστολών ή εγγράφων· η επιστολογραφία. Η α. αποτελεί ένα από τα αρχαιότερα μέσα επικοινωνίας και καλύπτει τη στοιχειώδη ανάγκη των ανθρώπων για αμοιβαία ενημέρωση και πληροφόρηση. Σε ό,τι αφορά την… …   Dictionary of Greek

  • προσήγορος — ον, και δωρ. τ. ποτάγορος, Α 1. αυτός που προσαγορεύει, που προσφωνεί κάποιον («παλλάδος θεᾱς ὅπως ἱκοίμην εὐγμάτων προσήγορος», Σοφ.) 2. (για τις μαντικές βαλανιδιές τής Δωδώνης) αυτές που απευθύνουν τον λόγο στους θεωρούς, που με το θρόισμά… …   Dictionary of Greek

  • συμφυΐα — η, ΝΜΑ [συμφυής] 1. η ιδιότητα τού συμφυούς 2. (ιδίως για την Αγία Τριάδα) συνένωση, σύμφυση νεοελλ. (μεταλργ.) φαινόμενο που παρατηρείται στους χάλυβες και κατά το οποίο ο συνήθης περλίτης, εμφανιζόμενος σε μεταλλικά πλακίδια, μεταβάλλεται σε… …   Dictionary of Greek

  • σύνεδρος — ο, η / σύνεδρος, ον, ΝΑ ως ουσ. μέλος συνεδρίου νεοελλ. 1. τακτικός δικαστής 2. στον πληθ. οι σύνεδροι ονομασία τών δικαστών τού Συμβουλίου Επικρατείας αρχ. 1. ως επίθ. α) (για πρόσ.) αυτός που μετέχει σε συμβούλιο («Περσέων oἱ συνέδρων ἐόντων… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»